πραυντικός — πρᾱϋντικός , πραυντικός fit for appeasing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραϋντικός — ή, ό κυρ. καταπραϋντικός, αυτός που συντελεί στην πράυνση: Πραϋντικά φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πραυντικά — πρᾱϋντικά , πραυντικός fit for appeasing neut nom/voc/acc pl πρᾱϋντικά̱ , πραυντικός fit for appeasing fem nom/voc/acc dual πρᾱϋντικά̱ , πραυντικός fit for appeasing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραυντικωτέρα — πρᾱϋντικωτέρᾱ , πραυντικός fit for appeasing fem nom/voc/acc comp dual πρᾱϋντικωτέρᾱ , πραυντικός fit for appeasing fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραυντικῶν — πρᾱϋντικῶν , πραυντικός fit for appeasing fem gen pl πρᾱϋντικῶν , πραυντικός fit for appeasing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραυντικόν — πρᾱϋντικόν , πραυντικός fit for appeasing masc acc sg πρᾱϋντικόν , πραυντικός fit for appeasing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραυντικώτατον — πρᾱϋντικώτατον , πραυντικός fit for appeasing masc acc superl sg πρᾱϋντικώτατον , πραυντικός fit for appeasing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομαλυντικός — ὁμαλυντικός, ή, όν (Α) [ομαλύνω] μαλακτικός, πραϋντικός … Dictionary of Greek
πραυντικοῖς — πρᾱϋντικοῖς , πραυντικός fit for appeasing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραυντικοῦ — πρᾱϋντικοῦ , πραυντικός fit for appeasing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)